ἐπιστολάς

ἐπιστολάς
ἐπιστολά̱ς , ἐπιστολή
anything sent by a messenger
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Экумений — (Οϊκουμένιος) византийский церковный писатель, живший в Х в. О жизни его ничего не известно, и даже время ее определяется только приблизительно. Э. написал на греческом языке комментарии к различным частям Нового Завета. Главный из них известен… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Sphaerus — ( el. Σφαῖρος), of BorysthenesPlutarch, [http://classics.mit.edu/Plutarch/cleomene.html Cleomenes ] .] or the Bosphorus,Diogenes Laërtius, [http://www.fordham.edu/halsall/ancient/diogeneslaertius book7 stoics.html The Lives and Opinions of… …   Wikipedia

  • Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent …   Wikipedia Español

  • Сфер Боспорский — Σφαῖρος Дата рождения: ок. 285 г. до н.э. Дата смерти: ок. 210 г. до н.э. Направление: стоицизм Сфер Боспорский[1] или Сфер Борисфенский …   Википедия

  • εξαρπάζω — (AM ἐξαρπάζω) 1. αρπάζω, αφαιρώ από κάποιον κάτι, αφαρπάζω («σὰς δὲ ἐπιστολὰς ἐξαρπάσας ὅδ ἐκ χερῶν ἐμῶν βίᾳ», Ευρ.) 2. αποσπώ με τη βία («ἱστία δ ἐξήρπαξ ἀνέμου μένος», Απολλ. Ρόδ.) 3. ελευθερώνω, σώζω, λυτρώνω αρπάζοντας κάποιον («τὸν ἐξήρπαξ… …   Dictionary of Greek

  • επιστέλλω — ἐπιστέλλω (AM) [στέλλω] 1. στέλνω επιστολή, μήνυμα, επικοινωνώ γραπτώς με κάποιον (α. «γράψας ἐς βιβλίον τάδε ἐπέστειλεν εἰς Σάμον», Ηρόδ. β. «ἐπιστέλλω ἐπιστολάς τινι») 2. στέλνω αγγελία, παραγγέλνω («ἡ ἐν Αύλίδι σφαγεῑσ’ ἐπιστέλλει τάδε», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… …   Dictionary of Greek

  • πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… …   Dictionary of Greek

  • Κοντός, Πολυζώης — (Ιωάννινα 1760; – Βλαχία 1821;). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον Κοσμά Μπαλάνο στα Ιωάννινα και συνέχισε τις σπουδές του στη Βενετία. Σταδιοδρόμησε κυρίως ως δάσκαλος στη Βιέννη και αργότερα δίδαξε στα σχολεία των… …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”